- πυρίτῃ
- πυρί̱τῃ , πυρίτηςofmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
αναποδοσαράντισμα — το στάχτη από ίσκα που τήν άναψε κάποιος σαράντα φορές με πυρίτη, έχοντας τα χέρια στραμμένα πίσω στην πλάτη χρησιμοποιείται από τους κομπογιανίτες ως φάρμακο για διάφορες ασθένειες (πρβλ. αναποδοφωτιά) … Dictionary of Greek
αναποδοφωτιά — η η φωτιά που ανάβει κανείς με πυρίτη έχοντας τα χέρια στραμμένα προς τα πίσω, και η οποία χρησιμοποιείται για τη θεραπεία τής βασκανίας ή για εκδίωξη των βρικολάκων … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… … Dictionary of Greek
κοβαλτίνης — Ορυκτό, θειοαρσενικούχο άλας κοβαλτίου. Ο χημικός του τύπος είναι COAsS και ανήκει στους περίπλοκους θειοαρσενίτες. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και υπάρχει σε μορφή κυβικών κρυστάλλων ή και πιο περίπλοκων σχηματικών συνδυασμών. Το χρώμα του … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
ακερίτες — Πετρώματα, που κατατάσσονται στην ομάδα των εκρηξιγενών πλουτωνίων πετρωμάτων. Οι α. αποτελούνται από αστρίους αλκαλιομιγείς, από διοψιδικό πυρόξενο και από καστανόγκριζο βιοτίτη. Ο ιστός των α. είναι ο κανονικός, αλλά προς την περιφέρεια γίνεται … Dictionary of Greek
Ζαΐμη, σπήλαιο — Σπήλαιο που βρίσκεται στην περιοχή της Κακιάς Σκάλας των Μεγάρων, σε ύψος 138 μ. Οι ανασκαφές του σπηλαιολόγου Άνταλμπερτ Μάρκοβιτς στον χώρο του σπηλαίου έφεραν στο φως λείψανα προϊστορικών ανθρώπων, τα οποία ανάγονται στην επιπαλαιολιθική εποχή … Dictionary of Greek